ἐλαφρᾶς

ἐλαφρᾶς
ἐλαφρός
light in weight
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐλαφράς — ἐλαφρά̱ς , ἐλαφρός light in weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρονισμός — ο 1. η ανάμιξη στη γλώσσα στοιχείων δημοτικής και καθαρεύουσας 2. η χρήση στον λόγο εξεζητημένων και αδόκιμων αρχαϊσμών 3. είδος ελαφράς ποίησης στην οποία χρησιμοποιούνταν ανάμικτα ιταλικές και λατινικές λέξεις 4. είδος ελαφράς ποίησης στην… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον — Ν φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον» φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων… …   Dictionary of Greek

  • διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • εξάνια — Ονομασία των πέντε ισομερών κορεσμένων υδρογονανθράκων του τύπου C6H14. Ο σπουδαιότερος από αυτούς είναι το κανονικό ε., άχρωμο πτητικό υγρό, ειδικού βάρους 0,66 και σημείο βρασμού 69°C, που λαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κλαδοσπόριο — (Cladosporium). Γένος ασκομυκήτων, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 30 είδη. Σχηματίζουν αποικίες χρώματος σκούρου πράσινου έως μαύρου που οφείλεται στην παραγωγή μίας μαύρης χρωστικής, η οποία προστατεύει το κ. από την υπεριώδη ακτινοβολία …   Dictionary of Greek

  • κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • μικροβατικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει στην επίτευξη ελαφράς και αργής μετακίνησης («μικροβατικός κοχλίας») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”